.......
11. Επειδή, το Συμβούλιο της Επικρατείας, ερμηνεύοντας τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 (Α΄ 228) και 10 παρ. 1 και 4 και 31 του ν. 2470/1997 (Α΄ 40), δέχεται με πάγια νομολογία του (βλ. ΣτΕ 3151/2008 επταμ., 655/2012, 2236/2012, 3870/2012, 901/2013, 3443/2013, 934/2014, 2509/2014 κ.ά.), α) ότι η πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975, η οποία θεσπίσθηκε ως κίνητρο προσέλκυσης προσωπικού σε νοσηλευτικά ιδρύματα, καταργήθηκε από την έναρξη ισχύος του ν. 2470/1997, ήτοι από 1.1.1997, εφόσον δεν προβλέφθηκε, ειδικώς, η διατήρησή της από τις διατάξεις του νόμου αυτού και β) ότι δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 πρόσθετη αμοιβή, δεν καταργήθηκε με τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2470/1997, από τη μεταγενέστερη ρητή κατάργηση της τελευταίας αυτής διάταξης με την παρ. 6 του άρθρου 9 του ν. 3670/2008 (Α΄ 117), διότι, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, τούτο έγινε για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ήτοι για το λόγο ότι η ανωτέρω ρητά καταργούμενη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 ενέπιπτε στις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 3205/2003 (Α΄ 297), με την παράγραφο 1 του οποίου είχαν καταργηθεί, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2470/1997.................
13. Επειδή, με την 3/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία εκδόθηκε μετά την 866/2014 παραπεμπτική απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος, έγινε δεκτό καθ’ ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 3 του ν. 201/1975, 10 παρ. 4 ν. 2470/1997, 8 ν. 3205/2003 και 9 παρ. 6 ν. 3670/2008, ότι: «... η πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 δεν καταργήθηκε ούτε με το ν. 2470/1997, ούτε με το ν. 3205/2003 και τούτο διότι η πρόσθετη αυτή αμοιβή δεν συνιστά επίδομα ή ειδική πρόσθετη παροχή, αλλά μέρος των νομίμων αποδοχών που λαμβάνει υπάλληλος νοσηλευτικού ιδρύματος για την απασχόλησή του. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το ότι η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 πρόσθετη αμοιβή καταργήθηκε ρητά μεταγενέστερα με την παράγραφο 6 του άρθρου 9 του ν. 3670/2008». Λόγω δε της αντίθεσης της κρίσης αυτής της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, ως προς το ζήτημα της μη κατάργησης της προβλεπόμενης από τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975 πρόσθετης παροχής, με την παράγραφο 4 του άρθρου 10 του ν. 2470/1997, προς την πάγια επί του κρίσιμου αυτού ζητήματος νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (σκέψη 11), με την 4035/2015 απόφαση του Στ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, παραπέμφθηκε, κατ’ άρθρο 14 παρ. 4 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), το ζήτημα της εννοίας των ως άνω διατάξεων, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.
14. Επειδή, ενόψει τούτων, σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, κατά την έννοια της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975, η προβλεπόμενη από αυτή πρόσθετη αμοιβή χορηγήθηκε ως κίνητρο για την προσέλκυση μισθωτών σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, ενόψει της εξαιρετικά επίπονης εργασίας και του μικρού ύψους των αποδοχών τους, όπως αναφέρεται και στην εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, αλλά δεν αποτελούσε επίδομα και, για το λόγο αυτό, δεν καταργήθηκε με το άρθρο 19 του ν. 1505/1984 (βλ. και ΑΕΔ 10/2005). Η ως άνω πρόσθετη αμοιβή, όμως, η οποία, κατά τα ανωτέρω, θεσπίσθηκε ως κίνητρο προσέλκυσης προσωπικού σε νοσηλευτικά ιδρύματα, ως εκ της φύσεώς της, καταργήθηκε από την έναρξη ισχύος του ν. 2470/1997, ήτοι από 1.1.1997, εφόσον δεν προβλέφθηκε, ειδικώς, η διατήρησή της. Και τούτο διότι στις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 10 του νόμου αυτού ορίσθηκε ρητώς ότι, πέραν των διατηρούμενων, με τις διατάξεις του νόμου αυτού επιδομάτων και παροχών, καταργούνται όλα τα λοιπά επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους υπαλλήλους που εμπίπτουν στις διατάξεις του ως άνω νόμου, κατά την έναρξη της ισχύος του, με οποιαδήποτε ονομασία και από οποιαδήποτε πηγή, περιλαμβανομένων και εκείνων που χορηγήθηκαν με μορφή κινήτρου παραγωγικότητας ή αποδοτικότητας, «καθώς και παροχές για κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής», εφόσον δεν προβλέπεται ρητά η χορήγησή τους από τις διατάξεις του νόμου αυτού. Κατά συνέπεια, η ένδικη πρόσθετη αμοιβή,......., δεν αποτελεί μεν επίδομα, αλλά πρόσθετη αμοιβή για την προσέλκυση προσωπικού, η οποία, όμως, είχε, ήδη καταργηθεί με την παράγραφο 4 του άρθρου 10 του ν. 2470/1997 (από 1.1.1997), καθόσον με αυτή καταργήθηκαν ρητά, πλην των επιδομάτων και λοιπών αμοιβών, και οι παροχές για κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής, στις δε διατάξεις του νόμου αυτού δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη για τη διατήρησή της. Εξάλλου, εκ μόνου του γεγονότος ότι, με το άρθρο 9 παρ. 6 του ν. 3670/2008, καταργήθηκε εκ των υστέρων ρητώς η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν είχε καταργηθεί με την παρ. 4 του άρθρου 10 του ν. 2470/1997, αλλά το πρώτον με το νεότερο νόμο (ν. 3670/2008), διότι, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του τελευταίου αυτού νόμου, τούτο έγινε για τον λόγο ότι η ανωτέρω ρητά καταργούμενη διάταξη του ν. 201/1975 ενέπιπτε στις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 3205/2003, με την παράγραφο 1 του οποίου είχαν καταργηθεί, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2470/1997 (στην παράγραφο 4 του οποίου προβλεπόταν η κατάργηση «παροχών για κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής»), προς άρση κάθε αμφιβολίας ως προς την ισχύ της ως άνω ρητά καταργούμενης πλέον διάταξης. Κατά τη γνώμη, όμως,......., με την υπ' αριθμ. 10/2005 απόφασή του, το ΑΕΔ έκρινε ότι η πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975, λόγω της φύσεως της ως μέρους των νομίμων αποδοχών των εργαζομένων, δεν αποτελεί επίδομα και, για το λόγο αυτό, δεν καταργήθηκε με το άρθρο 19 του ν. 1505/1984, με το οποίο καταργήθηκαν, πέραν των ρητώς κατονομαζομένων, όλα τα λοιπά γενικά και ειδικά επιδόματα ανεξάρτητα από την ονομασία και τον τρόπο καταβολής τους. Τόσο από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 8 και 19 του ν. 1505/1984, όσο και από τη ρητή διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 2470/1997 προκύπτει ότι οι τακτικές αποδοχές των υπαλλήλων αποτελούνται από το βασικό μισθό, αφ' ενός, και από τα πάσης φύσεως και ονομασίας επιδόματα, αφ' ετέρου, στα οποία περιλαμβάνονται και τα κίνητρα προσέλευσης και παραμονής. Και ναι μεν τα κίνητρα αυτά θεσπίζονται από το νομοθέτη κατά κανόνα με τη μορφή επιδομάτων, ειδικώς όμως προκειμένου περί της πρόσθετης αμοιβής του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975, εφ' όσον το ΑΕΔ έκρινε ότι αυτή δεν αποτελεί επίδομα, δεν μπορεί παρά να είναι μέρος του βασικού μισθού. Η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή καταργήθηκε ρητά, αυτή μόνη, με το άρθρο 9 παρ. 6 του ν. 3670/2008 (Α΄ 117), ακριβώς για το λόγο αυτό, διότι δηλ. δεν είχε εμπέσει, ως μη αποτελούσα επίδομα, ούτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997, με το οποίο καταργήθηκαν συλλήβδην πάντα τα μη ρητώς διατηρούμενα επιδόματα, ούτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 28 του ν. 3205/2003 ώστε να δύναται να θεωρηθεί ότι είχε αναβιώσει, εν όψει της καταργητικής του άρθρου 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997 διατάξεως του ανωτέρω άρθρου 28 του ν. 3205/2003, και έχρηζε, ως εκ τούτου, καταργήσεως. Με τα δεδομένα αυτά, κατά την άποψη της μειοψηφίας η παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975 δεν καταργήθηκε με τις διατάξεις του ν. 2470/1997, αλλά καταργήθηκε ρητώς με την παρ. 6 του άρθρου 9 του ν. 3670/2008.
15. Επειδή, ενόψει της ανωτέρω, καθ’ ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 3 ν. 201/1975 και 10 παρ. 4 ν. 2470/1997, κρίσης της Ολομελείας του Δικαστηρίου, ότι η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975, με την οποία προβλέφθηκε η ένδικη πρόσθετη παροχή για το προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, καταργήθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 10 του ν. 2470/1997, από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (1.1.1997), η οποία είναι αντίθετη προς την, καθ’ ερμηνεία των ιδίων ως άνω διατάξεων, κρίση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με την 3/2015 απόφαση του οποίου έγινε αντιθέτως δεκτό ότι η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975 δεν καταργήθηκε ούτε με τις διατάξεις του ν. 2470/1997 ούτε με τις διατάξεις του ν. 3205/2003, αλλά καταργήθηκε ρητώς με την παράγραφο 6 του άρθρου 9 του ν. 3670/2008, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης επί της κρινομένης υπόθεσης και να παραπεμφθεί το ζήτημα τούτο στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και το άρθρο 48 παρ. 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο τουν. 345/1976 (ΦΕΚ Α΄ 141) Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, προς άρση της αμφισβήτησης.